- κηθάριον
- κηθάριον, τὸ (Α)(υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. ζευγ-άριον, κλιν-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηθάριον — voting urn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηθαρίου — κηθάριον voting urn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηθάρια — κηθάριον voting urn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήθιον — και ιων. τ. κείθιον, τὸ (Α) [κηθίς] κηθάριον* … Dictionary of Greek